- σύγγροφος
- ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. συγγραφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγγραφος — (I) και βοιωτ. τ. σούγγραφος και δωρ. τ. σύγγροφος, ἡ, Α συγγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού συγγραφή, κατά τα θηλ. σε ος]. (II) ον, Α αυτός που έχει συμφωνηθεί εγγράφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γράφος*] … Dictionary of Greek